θηλυτοκία

θηλυτοκία
θηλῠτοκ-ία, ,
A bearing of females, ib.767a35: pl., J.AJ3.11.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηλυτοκία — η (Α θηλυτοκία) [θηλυτόκος] το να γεννά κάποιος μόνο θηλυκά τέκνα, η θηλυγονία νεοελλ. βιολ. η ιδιότητα μερικών ζωικών ειδών να παράγουν σταθερά θηλυκά άτομα με παρθενογένεση …   Dictionary of Greek

  • θηλυτοκία — η βλ. θηλυγονία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλυτοκίας — θηλυτοκίᾱς , θηλυτοκία bearing of females fem acc pl θηλυτοκίᾱς , θηλυτοκία bearing of females fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτοκίαν — θηλυτοκίᾱν , θηλυτοκία bearing of females fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτοκίαις — θηλυτοκία bearing of females fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

  • θηλυγονία — η (Α θηλυγονία) [θηλυγόνος] η γέννηση μόνο θηλυκών τέκνων, η θηλυτοκία αρχ. συγγένεια από μητέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”